κοιμᾶται

κοιμᾶται
κοιμάω
lull
pres subj mp 3rd sg
κοιμάω
lull
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Καθεὶς κοιμᾶται ὡς ἔστροσεν, ὡς ἔσπειρε θέριζει. — См. Как постелешь, так и поспишь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • όνειρο — Η πιο τυπική μορφή ψυχικής δραστηριότητας του ανθρώπου που κοιμάται. Οι νεότερες ψυχοφυσιολογικές έρευνες διαπιστώνουν ότι κατά μέσο όρο βλέπει κανείς τρία ό., κάθε νύχτα, αν και ύστερα δεν τα θυμάται πάντα, ότι τα ό. διαρκούν τόσο χρόνο όσος… …   Dictionary of Greek

  • κοιμούμαι — και κοιμάμαι και κοιμιέμαι κοιμήθηκα, κοιμισμένος 1. πέφτω σε ύπνο, αποκοιμιέμαι: Κοιμάται ήσυχα το μωρό. 2. κατακλίνομαι για ύπνο: Αυτός κοιμάται πολύ νωρίς το βράδυ. 3. αδρανώ, είμαι νωθρός: Κοιμάται όρθιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βόδι — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών (βλ. λ.) * * * το 1. μεγαλόσωμο κατοικίδιο μηρυκαστικό (το αρσενικό λέγεται ταύρος, το θηλυκό αγελάδα, το νεαρό μοσχάρι και έπειτα από χρονικό διάστημα ενός περίπου έτους δαμάλι) 2. (για άνθρωπο) νωθρός και… …   Dictionary of Greek

  • εγκοίμηση — η (Α ἐγκοίμησις) το να κοιμάται κανείς μέσα σ έναν χώρο αρχ. το να κοιμάται κανείς μέσα σε ιερό …   Dictionary of Greek

  • κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… …   Dictionary of Greek

  • κοιμᾶθ' — κοιμᾶτε , κοιμάω lull pres imperat act 2nd pl κοιμᾶτε , κοιμάω lull pres subj act 2nd pl κοιμᾶτε , κοιμάω lull pres ind act 2nd pl κοιμᾶται , κοιμάω lull pres subj mp 3rd sg κοιμᾶται , κοιμάω lull pres ind mp 3rd sg κοιμᾶτο , κοιμάω lull imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιμᾶτ' — κοιμᾶτε , κοιμάω lull pres imperat act 2nd pl κοιμᾶτε , κοιμάω lull pres subj act 2nd pl κοιμᾶτε , κοιμάω lull pres ind act 2nd pl κοιμᾶται , κοιμάω lull pres subj mp 3rd sg κοιμᾶται , κοιμάω lull pres ind mp 3rd sg κοιμᾶτο , κοιμάω lull imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • лежать — лежу, укр. лежати, лежу, ст. слав. лежати, лежѫ κεῖσθαι, болг. лежа, сербохорв. лѐжати, лѐжи̑м, словен. ležati, ležim, чеш. ležeti, слвц. lеžаt᾽, польск. leżec, в. луж. leżec, н. луж. lаžаs. Праслав. *lеžаti из *legēti, родственно д. в. н.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”